Σέ καταλυτικές, καρμικές συναναστροφές,
στίς αναμνήσεις καί στίς λύπες μας.
Στά ξενιτεμένα διαβατάρικα πουλιά,
στίς στράτες τού αποχωρισμού,
στίς ριψοκίνδυνες, επίπονες, επικές πτήσεις τους.
Στούς Μύχους τούς μετανάστες τών μεγάλων αποστάσεων,
στά Χιονογλάρονα τού βορρά, στά υπερπόντια ταξίδια τους, στίς σχέσεις διαρκείας ολόκληρης ζωής...
Στά μεταναστευτικά έντομα καί σέ όλα τά είδη
πού ζούν γιά νά πετάνε ελεύθερα.
Στά ζώα, στίς δύσκολες, επικίνδυνες διαδρομές διαφυγής,
στήν άσβεστη ελπίδα επιβίωσής τους.
Στόν αμετάβλητο, ανυπέρβλητο, ανυποχώρητο,
αγιάτρευτο έρωτα, στά βρόχια τής αγάπης...
Στήν αυγουστιάτικη ανάφτρα σελήνη,
σέ δρόμους πού οδηγούν απ’ ευθείας
στό πιό τρελό μας όνειρο, τό άφθαρτο καί δυνατό,
σάν τόν απέραντο, από σιντέφι ουρανό...
Σέ σκέψεις αβάσταχτες πού πάνε καί έρχονται σάν τά κύματα.
Καί εμείς; Δεμένοι σέ αγάπες μυστικές, απόλυτες
σέ ένα παιχνίδι επαναλαμβανόμενων ελιγμών,
ψυχές βαμμένες στό χρώμα τής ανθισμένης κερασιάς
καί αφημένη τήν καρδιά σάν πατημένα κρίνα...
Στίς κοσμικές, πρόσκαιρες, περιστασιακές στιγμές
καί άς έρθουν καί οί λύπες ́ θά σβήσουν καί αυτές,
σάν τά λαμπάκια τής γιορτής καί τά στολίδια τής χαράς,
πού δίνουν τή θέση τους στήν αυριανή καθημερινή ρουτίνα.
Καί εσύ; Δεμένος νά ακουμπάς στήν σκέψη μου...
Έγνοια μου κρυφή, μόνιμος χτύπος τής καρδιάς
μιάς στιγμής, ανύποτη χαρά μου λιγοστή,
νά λάμπεις εκεί, σάν ήλιος σκληρός τού μεσημεριού,
μιά χούφτα από σβησμένα αστέρια,
ρήγμα ζωής, νοτιά στά μάτια από βρόχινο νερό
καί αύρα από δροσερό πελαγίσιο αγέρι...
Στίς Μεταναστεύσεις τών Ειδών, στά πελαγίσια ψάρια
στά ανήλιαγα νερένια, αιώνια περάσματα
τού ανεξάντλητου βαθυσκότεινου Ωκεανού.
Στίς εναέριες πορείες τής ακούραστης Μαυροσταχτάρας,
στά περαστικά σπαθάτα Χελιδόνια, στά μπαλκόνια του ουρανού
καί στούς Γερανούς, τούς αγγελιαφόρους τής ευτυχίας.
Στούς δύσβατους, σκληροτράχαλους δρόμους,
καί στά αβάσταχτα, ασύλληπτα, μονοπάτια
τού νού καί τής καρδιάς μας...